αναλακτίζω

αναλακτίζω
1. μετ.
1) пинать; лягать, брыкать; 2) перен. отталкивать, отвергать; 2. αμετ. лягаться, брыкаться (о животных)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αναλακτίζω" в других словарях:

  • αναλακτίζω — (Α ἀναλακτίζω) 1. κλοτσώ προς τα επάνω ή προς τα πίσω ή κατ’ επανάληψη 2. περιφρονώ, απορρίπτω περιφρονητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + λακτίζω. ΠΑΡ. νεοελλ. αναλάκτιση] …   Dictionary of Greek

  • ἀναλακτιζόντων — ἀναλακτίζω kick upwards pres part act masc/neut gen pl ἀναλακτίζω kick upwards pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναλάκτιση — η [αναλακτίζω] 1. το εκ νέου λάκτισμα, ξανακλότσημα 2. περιφρονητική απόρριψη, περιφρόνηση 3. γυμναστική άσκηση κατά την οποία υψώνεται τεντωμένο το σκέλος, όσο το δυνατόν υψηλότερα προς τα εμπρός …   Dictionary of Greek

  • ἀναλακτίσας — ἀναλακτίσᾱς , ἀναλακτίζω kick upwards aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»